Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Κύριε πρόεδρε,
Αξιότιμα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Σήμερα είναι η πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχω την τιμή να απευθύνομαι στο Σώμα σχετικά με την κατάσταση της Ευρωπαϊκής μας Ένωσης.
Γι’ αυτό, θα ήθελα να υπενθυμίσω την πολιτική σημασία αυτής της πολύ ιδιαίτερης –από θεσμική άποψη– στιγμής.
Η ομιλία για την κατάσταση της Ένωσης προβλέπεται ρητώς στη συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η συμφωνία αυτή ορίζει ότι «[κ]άθε χρόνο κατά την πρώτη σύνοδο της Ολομέλειας του Σεπτεμβρίου, διεξάγεται συζήτηση σχετικά με την κατάσταση της Ένωσης, κατά την οποία ο Πρόεδρος της Επιτροπής εκφωνεί λόγο μέσω του οποίου προβαίνει σε αποτίμηση του τρέχοντος έτους και οριοθετεί τις μελλοντικές προτεραιότητες για τα επόμενα έτη. Προς το σκοπό αυτό, παράλληλα ο Πρόεδρος της Επιτροπής κοινοποιεί γραπτώς στο Κοινοβούλιο τα κύρια στοιχεία που διαπνέουν την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το επόμενο έτος».
Στην ομιλία για την κατάσταση της Ένωσης, ο πρόεδρος της Επιτροπής πρέπει να αποτυπώνει την τρέχουσα κατάσταση της Ευρωπαϊκής μας Ένωσης και να ορίζει τις προτεραιότητες του μελλοντικού έργου.
Επιπλέον, κηρύσσει την έναρξη της διοργανικής διαδικασίας, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση του νέου προγράμματος εργασιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον επόμενο χρόνο.
Σήμερα το πρωί, από κοινού με τον κ. FransTimmermans, τον πρώτο αντιπρόεδρό μου, έστειλα επιστολή στους προέδρους και των δύο συνιστωσών του ευρωπαϊκού νομοθέτη: στον πρόεδρο, κ. MartinSchulz, και στον πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου, κ. XavierBettel, ο οποίος ασκεί επί του παρόντος την εκ περιτροπής Προεδρία του Συμβουλίου. Στην εν λόγω επιστολή παρουσιάζονται λεπτομερώς οι πολυάριθμες δράσεις που σκοπεύει να αναλάβει η Επιτροπή από σήμερα έως το τέλος του 2016, μέσω νομοθετικών και άλλων πρωτοβουλιών. Προτείνουμε ένα φιλόδοξο, στοχοθετημένο και εντατικό νομοθετικό πρόγραμμα, το οποίο θα απαιτήσει τη στενή και αποτελεσματική συνεργασία της Επιτροπής, του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Δεν θα υπεισέλθω τώρα στις λεπτομέρειες του νομοθετικού μας προγράμματος· αυτές θα τις εξετάσουμε στο πλαίσιο του διαρθρωμένου διαλόγου που θα πραγματοποιήσουμε τις προσεχείς εβδομάδες με το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
Αισθάνομαι όμως ότι σήμερα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε για όλα αυτά.
Είμαι ο πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής ο οποίος ορίστηκε και εξελέγη με βάση το αποτέλεσμα των εκλογών για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τον Μάιο του 2014.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ήμουν κύριος υποψήφιος, Spitzenkandidat, γεγονός που μου έδωσε την ευκαιρία να έχω εντονότερα πολιτικά χαρακτηριστικά ως πρόεδρος.
Ο συγκεκριμένος πολιτικός ρόλος προβλέπεται από τις Συνθήκες, κάτι που αξιοποίησαν τα κράτη μέλη, καθιστώντας την Επιτροπή τον μοχλό προώθησης του γενικού συμφέροντος της Ένωσης. Όμως τα χρόνια της κρίσης αποδυνάμωσαν αυτή την αντίληψη.
Γι’ αυτό ακριβώς, τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, ενώπιον αυτού του Σώματος, δήλωσα ότι θέλω να ηγηθώ μιας πολιτικής Επιτροπής. Μιας έντονα πολιτικής Επιτροπής.
Ο λόγος για τον οποίο έκανα αυτή τη δήλωση δεν είναι επειδή πιστεύω ότι μπορούμε και πρέπει ναπολιτικοποιούμε τα πάντα.
Το είπα επειδή πιστεύω ότι οι τεράστιες προκλήσεις με τις οποίες έρχεται σήμερα αντιμέτωπη η Ευρώπη –τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό της– μας αφήνουν μόνο μία επιλογή: να τις αντιμετωπίσουμε με ιδιαίτερα πολιτική θεώρηση, με βαθιά πολιτικό τρόπο και έχοντας διαρκώς στο μυαλό μας τις πολιτικές συνέπειες των αποφάσεών μας.
Τα πρόσφατα γεγονότα επιβεβαίωσαν ότι είναι επιτακτική ανάγκη να ακολουθηθεί πολιτική προσέγγιση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν είναι ώρα να συνεχίσουμε ατάραχα τις εργασίες μας σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Δεν είναι ώρα να τσεκάρουμε λίστες ή να ελέγξουμε αν κάποια συγκεκριμένη τομεακή πρωτοβουλία μνημονεύεται τελικά στην ομιλία για την κατάσταση της Ένωσης.
Δεν είναι ώρα να μετρήσουμε πόσες φορές αναφέρονται στην ομιλία αυτή οι λέξεις κοινωνικός, οικονομικός ή βιώσιμος.
Αντιθέτως, είναι ώρα για εντιμότητα.
Είναι ώρα να μιλήσουμε ειλικρινά για τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γιατί η Ευρωπαϊκή μας Ένωση δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
Δεν υπάρχει αρκετή Ευρώπη σ’ αυτή την Ένωση.
Και δεν υπάρχει αρκετή Ένωση σ’ αυτή την Ένωση.
Αυτό πρέπει να το αλλάξουμε. Και πρέπει να το αλλάξουμε τώρα.
Η προσφυγική κρίση: η επιτακτική ανάγκη να ενεργήσουμε ως Ενωση
Ό,τι κι αν λένε τα προγράμματα εργασιών ή τα νομοθετικά προγράμματα, η απόλυτη προτεραιότητα σήμερα είναι και πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Από την αρχή του έτους, έχουν καταφέρει να φτάσουν στην Ευρώπη σχεδόν 500.000 άτομα. Στη συντριπτική πλειονότητά τους είναι άτομα που προσπαθούν να γλυτώσουν από τον πόλεμο στη Συρία, από τον τρόμο που σκορπίζει το Ισλαμικό Κράτος στη Λιβύη ή από τη δικτατορία στην Ερυθραία. Τα κράτη μέλη που πλήττονται εντονότερα είναι η Ελλάδα, με περισσότερους από 213.000 πρόσφυγες, η Ουγγαρία, με περισσότερους από 145.000, και η Ιταλία, με περισσότερους από 115.000.
Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί. Για ορισμένους, μάλιστα, είναι τρομακτικοί.
Τώρα όμως δεν είναι ώρα να φοβηθούμε. Είναι ώρα να αναλάβουμε θαρραλέα, αποφασιστική και συντονισμένη δράση στο επίπεδο τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της όσο και όλων των κρατών μελών.
Πρωτίστως, είναι ζήτημα ανθρωπισμού και ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Για την Ευρώπη, μάλιστα, είναι επίσης ζήτημα ιστορικής δικαιοσύνης.
Εμείς οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να θυμόμαστε καλά ότι η Ευρώπη είναι μια ήπειρος όπου σχεδόν ο καθένας έχει υπάρξει πρόσφυγας κάποια στιγμή στη ζωή του. Η κοινή ιστορία μας έχει σημαδευτεί από εκατομμύρια Ευρωπαίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τους στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν από θρησκευτικές ή πολιτικές διώξεις, από πολέμους, από δικτατορίες ή από την καταπίεση.
Οι Ουγενότοι εγκατέλειψαν τη Γαλλία τον 17ο αιώνα.
Οι Εβραίοι, οι Σίντι, οι Ρομά και πολλοί άλλοι εγκατέλειψαν τη Γερμανία κατά τη διάρκεια της ναζιστικής θηριωδίας των δεκαετιών του 1930 και του 1940.
Οι ισπανοί δημοκράτες κατέφυγαν σε καταυλισμούς προσφύγων στη Νότια Γαλλία στο τέλος της δεκαετίας του 1930, μετά την ήττα τους στον εμφύλιο πόλεμο.
Οι ούγγροι επαναστάτες κατέφυγαν στην Αυστρία μετά τη συντριβή της εξέγερσής τους κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος από τα σοβιετικά τανκς το 1956.
Οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι αναζήτησαν καταφύγιο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μετά την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας το 1968.
Εκατοντάδες και χιλιάδες άτομα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μετά τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους.
Μήπως ξεχάσαμε πως υπάρχει λόγος που οι McDonald που ζουν στις ΗΠΑ είναι περισσότεροι από όσους υπάρχουν στη Σκωτία;
Πως υπάρχει λόγος που οι O’Neill και οι Murphy στις ΗΠΑ υπερβαίνουν κατά πολύ τους αντίστοιχους στην Ιρλανδία;
Άραγε ξεχάσαμε ότι 20 εκατομμύρια άτομα πολωνικής καταγωγής ζουν εκτός Πολωνίας, ως απόρροια της πολιτικής και οικονομικής μετανάστευσης μετά τις πολλές μετακινήσεις συνόρων, τις εκτοπίσεις και τις επανεγκαταστάσεις κατά τη διάρκεια της συχνά οδυνηρής ιστορίας της Πολωνίας;
Μήπως αλήθεια ξεχάσαμε ότι μετά την ολοκληρωτική καταστροφή που επέφερε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, υπήρχαν στην Ευρώπη 60 εκατομμύρια πρόσφυγες; Ότι ως αποτέλεσμα αυτής της τρομερής ευρωπαϊκής εμπειρίας, θεσπίστηκε ένα παγκόσμιο σύστημα προστασίας –η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων–, το οποίο παρείχε καταφύγιο σε όσους περνούσαν τα τείχη της Ευρώπης για να ξεφύγουν από τον πόλεμο και την καταπίεση του ολοκληρωτισμού;
Εμείς οι Ευρωπαίοι πρέπει να ξέρουμε και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε τους λόγους για τους οποίους έχουν τόσο μεγάλη σημασία η παροχή προστασίας και ο σεβασμός του θεμελιώδους δικαιώματος του ασύλου.
Έχω πει κατά το παρελθόν ότι υπερβολικά σπάνια νιώθουμε περήφανοι για την ευρωπαϊκή κληρονομιά μας και το ευρωπαϊκό μας εγχείρημα.
Κι όμως, παρά τα εύθραυστα επιτεύγματά μας και όσα εμείς οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε ως αδυναμίες, σήμερα η Ευρώπη είναι εκείνη που επιζητείται ως τόπος καταφυγής και προστασίας.
Σήμερα η Ευρώπη είναι εκείνη που λειτουργεί ως φάρος ελπίδας, που αντιπροσωπεύει μια όαση σταθερότητας στα μάτια των ανδρών και των γυναικών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να μας κάνει περήφανους και όχι κάτι που θα πρέπει να μας τρομάζει.
Η Ευρώπη, παρά τις πολλές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της, αποτελεί σήμερα με διαφορά την πλουσιότερη και σταθερότερη ήπειρο στον κόσμο.
Έχουμε τα μέσα να βοηθήσουμε αυτούς που προσπαθούν να γλυτώσουν από τον πόλεμο, τη φρίκη και την καταπίεση.
Ξέρω ότι πολλοί θα πουν τώρα ότι, καλά όλα αυτά, αλλά η Ευρώπη δεν μπορεί να τους δεχτεί όλους.
Όντως, η Ευρώπη δεν μπορεί να στεγάσει όλη τη δυστυχία του κόσμου. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς και ας βάλουμε τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση.
Ασφαλώς και ο αριθμός προσφύγων που εισέρχεται αυτή την περίοδο στην Ευρώπη είναι σημαντικός και πρωτόγνωρος. Ωστόσο, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μόλις το 0,11% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ. Στον Λίβανο, οι πρόσφυγες αντιπροσωπεύουν το 25% του πληθυσμού. Κι αυτό σε μια χώρα όπου οι κάτοικοί της έχουν μόνο το ένα πέμπτο του πλούτου που απολαμβάνουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ας είμαστε επίσης σαφείς και έντιμοι με τους πολίτες μας, οι οποίοι συχνά ανησυχούν: όσο θα υπάρχει πόλεμος στη Συρία και τρόμος στη Λιβύη, η προσφυγική κρίση δεν πρόκειται να περάσει έτσι απλά.
Μπορούμε να ορθώνουμε τείχη, μπορούμε να χτίζουμε φράχτες, αλλά ας φανταστούμε για μια στιγμή ότι ήμασταν εμείς στη θέση τους, ότι κρατούσαμε το δικό μας παιδί στην αγκαλιά μας, ότι ο κόσμος που ξέραμε γκρεμιζόταν γύρω μας. Δεν υπάρχει ποσό που δεν θα πληρώναμε, δεν υπάρχει τείχος που δεν θα περνούσαμε, δεν υπάρχει θάλασσα που δεν θα διασχίζαμε, δεν υπάρχει σύνορο που δεν θα διανύαμε, προκειμένου να ξεφύγουμε από τον πόλεμο ή τη βαρβαρότητα του λεγόμενου «Ισλαμικού Κράτους».
Επομένως, είναι πλέον καιρός να δράσουμε με σκοπό τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.
Τις τελευταίες εβδομάδες εκτοξεύθηκαν πολλές κατηγορίες. Τα κράτη μέλη αλληλοκατηγορήθηκαν για ανεπαρκείς ή εσφαλμένες ενέργειες. Και πολύ συχνά, οι εθνικές πρωτεύουσες υπέδειξαν ως υπεύθυνες τις Βρυξέλλες.
Θα μπορούσαμε να είχαμε θυμώσει όλοι μ’ αυτό το παιχνίδι των αλληλοκατηγοριών. Αλλά αναρωτιέμαι ποιον θα εξυπηρετούσε κάτι τέτοιο. Ο θυμός δεν βοηθάει κανέναν. Και συχνά η προσπάθεια να ενοχοποιηθούν κάποιοι μαρτυρεί απλώς ότι οι πολιτικοί βρίσκονται σε σύγχυση υπό το βάρος απροσδόκητων γεγονότων.
Αντ’ αυτού, θα πρέπει καλύτερα να θυμίσουμε όσα συμφωνήσαμε ότι μπορούν να βοηθήσουν στην παρούσα κατάσταση. Είναι καιρός να εξετάσουμε τις λύσεις που βρίσκονται στο τραπέζι και να κινηθούμε γρήγορα προς τα εμπρός.
Δεν ξεκινάμε από μηδενική βάση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Επιτροπή κατέθεσε με επιμονή νομοθετικές πράξεις επί νομοθετικών πράξεων, επιδιώκοντας να οικοδομήσει ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου. Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με τη σειρά τους, έθεσαν σε ισχύ τη σχετική νομοθεσία, επίσης σταδιακά. Η τελευταία νομοθετική πράξη τέθηκε σε ισχύ μόλις τον Ιούλιο του 2015.
Σ’ ολόκληρη την Ευρώπη έχουμε πλέον κοινά πρότυπα για τον τρόπο με τον οποίο υποδεχόμαστε τους αιτούντες άσυλο, με γνώμονα την αξιοπρέπειά τους, και για τον τρόπο διεκπεραίωσης των σχετικών αιτήσεών τους, και έχουμε κοινά κριτήρια που εφαρμόζονται από τα ανεξάρτητα συστήματα δικαιοσύνης μας, προκειμένου να αποφανθούν αν κάποιος δικαιούται να λάβει διεθνή προστασία.
Όμως αυτά τα πρότυπα πρέπει να εφαρμόζονται και να τηρούνται στην πράξη. Και αυτό σαφώς δεν ισχύει ακόμα· μπορούμε να το διαπιστώσουμε καθημερινά στην τηλεόραση. Πριν από το καλοκαίρι, η Επιτροπή αναγκάστηκε να κινήσει μια πρώτη δέσμη 32 διαδικασιών επί παραβάσει, για να υπενθυμίσει στα κράτη μέλη τις δεσμεύσεις που είχαν προηγουμένως συμφωνήσει να υλοποιήσουν. Μια δεύτερη δέσμη τέτοιων διαδικασιών θα κινηθεί τις προσεχείς μέρες. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία πρέπει να εφαρμόζεται από όλα τα κράτη μέλη –αυτό εξυπακούεται σε μια Ένωση που διέπεται από το κράτος δικαίου.
Οι κοινοί κανόνες για την παροχή ασύλου είναι σημαντικοί, αλλά δεν είναι επαρκείς για την αντιμετώπιση της παρούσας προσφυγικής κρίσης. Αυτό υποστήριξαν φέτος την άνοιξη η Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Τον Μάιο η Επιτροπή παρουσίασε το ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό πρόγραμμα δράσης για τη μετανάστευση. Θα ήταν, λοιπόν, ανέντιμο να ισχυριστούμε ότι δεν έχει γίνει τίποτα από τότε.
Τριπλασιάσαμε τη θαλάσσια παρουσία μας. Έκτοτε, έχουν σωθεί περισσότερες από 122.000 ζωές. Κάθε ζωή που χάνεται συνιστά αδικαιολόγητη απώλεια, αλλά οι ζωές που έχουν διασωθεί είναι πολύ περισσότερες από εκείνες που θα χάνονταν διαφορετικά – αυξήθηκαν κατά 250%. 29 κράτη μέλη και συνδεδεμένες χώρες Σένγκεν– συμμετέχουν στις κοινές επιχειρήσεις που διεξάγονται, υπό τον συντονισμό του Frontex, στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Ουγγαρία. 102 προσκεκλημένοι υπάλληλοι από 20 χώρες, 31 πλοία, 3 ελικόπτερα, 4 αεροσκάφη σταθερών πτερυγίων, 8 περιπολικά, 6 οχήματα με ανιχνευτές θερμότητας και 4 επιβατηγά οχήματα –αυτό είναι ένα πρώτο μέτρο έμπρακτης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, παρότι θα πρέπει να γίνουν περισσότερες ενέργειες.
Εντείναμε τις προσπάθειές μας για την αντιμετώπιση των λαθρεμπόρων και την εξάρθρωση των δικτύων παράνομης διακίνησης ανθρώπων. Είναι πλέον δυσκολότερο να προσεγγίσουν τις ακτές μας φθηνά σκάφη, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να διακινδυνεύουν τη ζωή τους λιγότερα άτομα σε ετοιμόρροπα και μη αξιόπλοα σκάφη. Κατά συνέπεια, ο αριθμός διελεύσεων μέσω της Κεντρικής Μεσογείου σταθεροποιήθηκε σε περίπου 115.000 αφίξεις κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, αριθμός που είναι ίδιος με τα περσινά επίπεδα. Τώρα πρέπει να επιτύχουμε ανάλογη σταθεροποίηση όσον αφορά τη βαλκανική οδό διέλευσης, η οποία είναι σαφές ότι παραμελήθηκε από όλους τους αρμοδίους για τη χάραξη πολιτικής.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι επίσης ο μεγαλύτερος χορηγός των παγκόσμιων προσπαθειών που καταβάλλονται για την ελάφρυνση της συριακής προσφυγικής κρίσης. Περίπου 4 δισεκατ. ευρώ έχουν διατεθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη σε παροχή ανθρωπιστικής, αναπτυξιακής, οικονομικής και σταθεροποιητικής βοήθειας στους Σύριους που παραμένουν στη χώρα τους και στους πρόσφυγες και τις κοινότητες υποδοχής τους στις γειτονικές χώρες, δηλ. τον Λίβανο, την Ιορδανία, το Ιράκ, την Τουρκία και την Αίγυπτο. Μάλιστα, σήμερα εγκαινιάσαμε δύο νέα προγράμματα για την παροχή σχολικής εκπαίδευσης και επισιτιστικής ασφάλειας σε 240.000 σύριους πρόσφυγες στην Τουρκία.
Έχουμε αναλάβει από κοινού τη δέσμευση για μετεγκατάσταση περισσότερων από 22.000 ατόμων με προέλευση εκτός Ευρώπης το επόμενο έτος, κάτι που αποδεικνύει την αλληλεγγύη μας προς τους γείτονές μας. Ασφαλώς, η κίνηση αυτή είναι πολύ ταπεινή σε σύγκριση με τις ηράκλειες προσπάθειες που καταβάλλουν η Τουρκία, η Ιορδανία και ο Λίβανος, χώρες που φιλοξενούν περισσότερους από 4 εκατομμύρια σύριους πρόσφυγες. Με κάνει να αναθαρρώ το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη εμφανίζονται πρόθυμα να εντείνουν τις ευρωπαϊκές μας προσπάθειες όσον αφορά τη μετεγκατάσταση προσφύγων. Αυτό θα μας επιτρέψει να υποβάλουμε πολύ σύντομα ένα διαρθρωμένο σύστημα, ώστε να συντονίσουμε συστηματικότερα τις προσπάθειες μετεγκατάστασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το πεδίο στο οποίο σαφώς η Ευρώπη δεν παρουσιάζει ικανοποιητικές επιδόσεις είναι η από κοινού επίδειξη αλληλεγγύης έναντι των προσφύγων που έχουν φθάσει στο έδαφός μας.
Για μένα, είναι σαφές ότι τα κράτη μέλη που αποτελούν τους πρώτους σταθμούς υποδοχής των περισσότερων προσφύγων –αυτή τη στιγμή, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ουγγαρία– δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθούν στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση.
Γι’ αυτόν τον λόγο, η Επιτροπή πρότεινε ήδη τον Μάιο να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός έκτακτης ανάγκης, με στόχο τη μετεγκατάσταση από την Ιταλία και την Ελλάδα αρχικώς 40.000 ατόμων που ζητούν διεθνή προστασία.
Και γι’ αυτόν τον λόγο, προτείνουμε σήμερα έναν δεύτερο μηχανισμό έκτακτης ανάγκης, για τη μετεγκατάσταση επιπλέον 120.000 ατόμων από την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ουγγαρία.
Αυτό απαιτεί σημαντικές προσπάθειες στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Πριν από το καλοκαίρι, δεν είχαμε την υποστήριξη των κρατών μελών που προσωπικά είχα ελπίσει ότι θα είχαμε. Αλλά διαπιστώνω μια αλλαγή στάσης. Και πιστεύω ότι ήταν καιρός για μια τέτοια αλλαγή.
Καλώ τα κράτη μέλη, στο έκτακτο Συμβούλιο των Υπουργών Εσωτερικών, το οποίο θα διεξαχθεί στις 14 Σεπτεμβρίου, να εγκρίνουν τις προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη μετεγκατάσταση συνολικά 160.000 προσφύγων. Χρειαζόμαστε τώρα άμεση δράση. Δεν μπορούμε να αφήσουμε την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ουγγαρία μόνες τους. Όπως δεν θα αφήναμε και κανένα άλλο κράτος μέλος της ΕΕ μόνο του. Γιατί, αν σήμερα άνθρωποι εγκαταλείπουν τη Συρία και τη Λιβύη, αύριο αυτό μπορεί να συμβεί κάλλιστα με την Ουκρανία.
Μην υποτιμάτε τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης. Μην υποτιμάτε την επιταγή που μας καλεί να αναλάβουμε δράση. Ο χειμώνας πλησιάζει –σκεφθείτε τις οικογένειες που κοιμούνται σε πάρκα και σιδηροδρομικούς σταθμούς στη Βουδαπέστη, σε σκηνές στοTraiskirchen, ή στις ακτές της Κω. Τι θ’ απογίνουν τις κρύες νύχτες του χειμώνα;
Ασφαλώς, η μετεγκατάσταση από μόνη της δεν θα λύσει το πρόβλημα. Είναι αλήθεια ότι πρέπει επίσης να διακρίνουμε ασφαλέστερα αυτούς που έχουν σαφώς ανάγκη διεθνούς προστασίας και, ως εκ τούτου, είναι πολύ πιθανό να λάβουν θετική απάντηση στην αίτηση ασύλου που θα υποβάλουν, από εκείνους που εγκαταλείπουν τη χώρα τους για άλλους λόγους, οι οποίοι δεν καλύπτονται από το δικαίωμα ασύλου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σήμερα η Επιτροπή προτείνει κοινό κατάλογο της ΕΕ με τις ασφαλείς χώρες καταγωγής. Αυτός ο κατάλογος θα δώσει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιταχύνουν τις διαδικασίες ασύλου για τους υπηκόους των χωρών οι οποίες θεωρούνται κατά τεκμήριο ασφαλείς. Κατά την άποψή μας, αυτό το τεκμήριο ασφάλειας πρέπει να εφαρμόζεται βεβαίως για όλες τις χώρες που, σύμφωνα με την ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πληρούν τα βασικά κριτήρια της Κοπεγχάγης για ένταξή τους στην ΕΕ –δηλ. σέβονται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα. Θα πρέπει επίσης να εφαρμόζεται και για τις άλλες δυνητικά υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, με βάση την πρόοδο που έχουν επιτύχει προς την απόκτηση του καθεστώτος υποψήφιας χώρας.
Γνωρίζω, βέβαια, ότι ο κατάλογος ασφαλών χωρών συνιστά μόνο μια διαδικαστική απλούστευση. Δεν μπορεί να άρει το θεμελιώδες δικαίωμα των αιτούντων άσυλο από την Αλβανία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το Κοσσυφοπέδιο, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και την Τουρκία. Αλλά επιτρέπει στις εθνικές αρχές να εστιάζονται στους πρόσφυγες που συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες να τους χορηγηθεί άσυλο, κυρίως στους πρόσφυγες από τη Συρία. Μάλιστα, αυτή η εστίαση είναι απαραίτητη υπό τις παρούσες συνθήκες.
Πιστεύω επίσης ότι, πέρα από τις άμεσες ενέργειες που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της τρέχουσας έκτακτης ανάγκης, είναι καιρός να προετοιμάσουμε μια θεμελιώδη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο διεκπεραιώνουμε τις αιτήσεις ασύλου –και κυρίως στο σύστημα του Δουβλίνου, το οποίο απαιτεί την εξέταση των αιτήσεων ασύλου στην πρώτη χώρα εισόδου.
Χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη στην πολιτική μας ασύλου. Χρειαζόμαστε περισσότερη Ένωση στην πολιτική μας για τους πρόσφυγες.
Η πραγματική ευρωπαϊκή πολιτική για τους πρόσφυγες και το άσυλο απαιτεί τόσο η πολιτική μας προσέγγιση όσο και οι κανόνες μας να διαπνέονται από αλληλεγγύη. Γι’ αυτόν τον λόγο, σήμερα, η Επιτροπή προτείνει επίσης έναν μόνιμο μηχανισμό μετεγκατάστασης, ο οποίος θα μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε ταχύτερα τις καταστάσεις κρίσεων στο μέλλον.
Η κοινή πολιτική για τους πρόσφυγες και το άσυλο απαιτεί την περαιτέρω προσέγγιση των πολιτικών ασύλου μετά τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επανεξετάσουν τις πολιτικές τους σε θέματα στήριξης, ένταξης και αποτροπής των αποκλεισμών. Η Επιτροπή είναι έτοιμη να διερευνήσει πώς μπορούν τα ευρωπαϊκά ταμεία να υποστηρίξουν αυτές τις προσπάθειες. Τάσσομαι σθεναρά υπέρ της δυνατότητας των αιτούντων άσυλο να εργάζονται και να κερδίζουν τα προς το ζην όσο οι αιτήσεις τους θα διεκπεραιώνονται.
Η κοινή πολιτική για τους πρόσφυγες και το άσυλο απαιτεί επίσης εντονότερες κοινές προσπάθειες για τη διασφάλιση των εξωτερικών μας συνόρων. Ευτυχώς, έχουμε καταργήσει τους συνοριακούς ελέγχους μεταξύ των κρατών μελών του χώρου Σένγκεν, ώστε να εξασφαλίσουμε την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων, εξέχον σύμβολο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όμως η άλλη όψη του νομίσματος της ελεύθερης κυκλοφορίας είναι ότι πρέπει να συνεργαζόμαστε στενότερα για τη διαχείριση των εξωτερικών μας συνόρων. Αυτό περιμένουν από εμάς οι πολίτες. Όπως είπε η Επιτροπή τον Μάιο, και όπως είχα πει κι εγώ κατά την προεκλογική μου εκστρατεία:Πρέπει να ενισχύσουμε σημαντικά τον οργανισμό Frontex και να τον καταστήσουμε ένα πλήρως λειτουργικό ευρωπαϊκό σύστημα συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής. Ασφαλώς και είναι εφικτό, αλλά θα κοστίσει χρήματα. Η Επιτροπή πιστεύει ότι τα χρήματα αυτά θα αποτελέσουν καλή επένδυση. Γι’ αυτό θα προτείνουμε, πριν από το τέλος του έτους, φιλόδοξα βήματα με σκοπό τη δημιουργία του ευρωπαϊκού συστήματος συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής.
Η πραγματικά ενιαία ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική συνεπάγεται επίσης ότι θα πρέπει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο δημιουργίας νόμιμων μεταναστευτικών διόδων. Ας είμαστε σαφείς: αυτό δεν πρόκειται να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της τρέχουσας προσφυγικής κρίσης. Αλλά, αν ανοιχθούν περισσότερες, ασφαλείς και ελεγχόμενες δίοδοι στην Ευρώπη, μπορούμε να διαχειριστούμε τη μετανάστευση αποτελεσματικότερα και να κάνουμε λιγότερο ελκυστική την παράνομη δραστηριότητα των διακινητών ανθρώπων. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε μια γηράσκουσα ήπειρος σε δημογραφικό μαρασμό. Θα έχουμε ανάγκη από δεξιότητες. Με την πάροδο του χρόνου, η μετανάστευση θα πρέπει να μεταβληθεί από ένα πρόβλημα που απαιτεί λύση σε έναν άρτια διαχειριζόμενο πόρο. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα υποβάλει στις αρχές του 2016 μια ολοκληρωμένη δέσμη μέτρων για τη μετανάστευση.
Η λύση θα είναι βιώσιμη μόνο αν αντιμετωπίσουμε τις γενεσιουργούς αιτίες, τους λόγους που προκαλούν σήμερα αυτή τη σημαντική προσφυγική κρίση. Η ευρωπαϊκή εξωτερική μας πολιτική πρέπει να είναι πιο σθεναρή. Δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να είμαστε αδαείς ή διχασμένοι μπροστά στους πολέμους ή την αστάθεια στην ίδια τη γειτονιά μας.
Στη Λιβύη, η ΕΕ και τα κράτη μέλη μας πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να συνεργαστούν με τους εθνικούς εταίρους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης εθνικής συμφωνίας σύντομα. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να βοηθήσουμε μια τέτοια κυβέρνηση, με κάθε διαθέσιμο ενωσιακό μέσο, ώστε να εξασφαλίσει τη ασφάλεια και την παροχή υπηρεσιών στον πληθυσμό αμέσως μόλις αναλάβει τα καθήκοντά της. Η αναπτυξιακή και ανθρωπιστική στήριξη που προσφέρει η ΕΕ θα πρέπει να είναι άμεση και συνολική.
Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι εισερχόμαστε στο πέμπτο έτος της συριακής κρίσης, χωρίς ορατό τέλος. Μέχρι στιγμής, η διεθνής κοινότητα έχει απογοητεύσει τον συριακό λαό. Η Ευρώπη έχει απογοητεύσει τον συριακό λαό.
Σήμερα καλώ για μια ευρωπαϊκή διπλωματική επίθεση με σκοπό την αντιμετώπιση των κρίσεων στη Συρία και τη Λιβύη. Όταν πρόκειται για θέματα εξωτερικής πολιτικής, έχουμε ανάγκη από μια ισχυρότερη Ευρώπη. Και είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος που η κ. FedericaMogherini, η αποφασισμένη μας Ύπατη Εκπρόσωπος, έχει προετοιμάσει το έδαφος για μια τέτοια πρωτοβουλία με τη διπλωματική της επιτυχία στις συνομιλίες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Και, επίσης, που είναι έτοιμη να συνεργαστεί στενά με τα κράτη μέλη μας για την ειρήνη και τη σταθερότητα στη Συρία και τη Λιβύη.
Για να διευκολυνθεί το έργο της Federica, η Επιτροπή προτείνει σήμερα τη δημιουργία ενός καταπιστευματικού ταμείου έκτακτης ανάγκης, με αρχικό κεφάλαιο 1,8 δισ. ευρώ από τους κοινούς μας χρηματοπιστωτικούς πόρους, με σκοπό την αντιμετώπιση των κρίσεων στο Σαχέλ και στη Λίμνη Τσαντ, στο Κέρας της Αφρικής και στη Βόρεια Αφρική. Θέλουμε να συμβάλουμε στην επίτευξη διαρκούς σταθερότητας –π.χ. δημιουργώντας ευκαιρίες απασχόλησης στις τοπικές κοινότητες– και, με τον τρόπο αυτό, να θεραπεύσουμε τις γενεσιουργούς αιτίες της αποσταθεροποίησης, του εκτοπισμού και της παράνομης μετανάστευσης. Περιμένω από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να συμμετάσχουν στην προσπάθεια και να ενστερνιστούν τις φιλοδοξίες μας.
Δεν θέλω να δημιουργήσω ψευδαισθήσεις, ισχυριζόμενος ότι η προσφυγική κρίση θα τελειώσει σύντομα. Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Αλλά η άρνηση αγκυροβόλησης σκαφών, ο εμπρησμός προσφυγικών καταυλισμών, η εθελοτυφλία μπροστά στους φτωχούς και τους ανήμπορους: αυτό δεν είναι Ευρώπη.
Ευρώπη είναι ο φούρναρης στην Κω που δίνει δωρεάν ψωμί σε πεινασμένες και εξουθενωμένες ψυχές. Ευρώπη είναι οι φοιτητές στο Μόναχο και στο Passau που φέρνουν ρούχα για τους νεοαφιχθέντες πρόσφυγες στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ευρώπη είναι ο αστυνομικός στην Αυστρία που υποδέχεται εξαντλημένους πρόσφυγες που μόλις έχουν περάσει τα σύνορα. Αυτή είναι η Ευρώπη στην οποία εγώ θέλω να ζω.
Η κρίση είναι αδυσώπητη και ο δρόμος παραμένει μακρύς. Βασίζομαι σ’ εσάς, σ’ αυτό το Σώμα, και σε όλα τα κράτη μέλη για να επιδείξουμε ευρωπαϊκό σθένος στα μελλοντικά μας βήματα, σύμφωνα με τις κοινές μας αξίες και την ιστορία μας.
Περισσότερα εδώ.