Το 2017 αναδεικνύεται σε κομβική χρονιά – για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Τη στιγμή που η χώρα μας δίνει αγώνα επιστροφής στην κανονικότητα, στην Ένωση, με απαρχή την παρουσίαση της Λευκής Βίβλου ξεκίνησε μια εμπεριστατωμένη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, όχι μόνο μέσω των γνωστών πλέον πέντε σεναρίων αλλά και με την κατάθεση προτάσεων από την Κομισιόν σε μια σειρά σημαντικών θεμάτων, κοινωνική διάσταση της Ένωσης, ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης, και, πιο πρόσφατα, η εμβάθυνση της ΟΝΕ και το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας.
Σε αυτή τη συγκυρία, συμπληρώθηκαν πρόσφατα 40 χρόνια παρουσίας της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα. Η επέτειος αυτή στάθηκε αφορμή όχι μόνο για μια μεγάλη γιορτή αλλά και για να αναστοχαστούμε την πορεία της σχέσης μας με την Ευρώπη: την Ευρώπη ως υπόσχεση δημοκρατίας, ειρήνης και ασφάλειας σε μια χώρα ριζωμένη στην καρδιά μιας “ευέξαπτης” χερσονήσου. Αλλά και την Ευρώπη ως υπόσχεση αποτίναξης της φτώχειας και της μιζέριας, την Ευρώπη ως ελπίδα ευημερίας και ανάπτυξης.
Την προστασία της συμμετοχής μας στην Ένωση τη ζήσαμε στο πετσί μας στις αρχές του 1990, όταν σε μια γειτονιά που φλεγόταν, εμείς παρακολουθούσαμε τα τεκταινόμενα ανήσυχοι μεν, ασφαλείς δε. Όσο για την ανάπτυξη, τις χρυσές μέρες των πακέτων Ντελόρ, η πίστη μας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα ως πηγή ευημερίας ήταν δεδομένη. Κάπου 200 δις ευρώ επιχορηγήσειςθα έχουν εισρεύσει στη χώρα έως το 2020, τα μισά περίπου σε αγροτικές επιδοτήσεις. Είναι όλα σχεδόν τα έργα υποδομών, οι μπλε πινακίδες που έχουν γίνει πια κομμάτι του ελληνικού τοπίου, σε δρόμους, αεροδρόμια, μετρό, σιδηρόδρομο, γεφύρια, σχολεία, μουσεία, νοσοκομεία και σηματοδοτούν ακριβώς τη συμβολή της Ένωσης. Παράλληλα, η Ένωση μας άνοιξε την πόρτα της κοινής ενιαίας αγοράς αλλά, και πιο πρόσφατα, της ψηφιακής αγοράς. Το θέμα είναι την πόρτα αυτή εμείς τη διαβήκαμε ποτέ αποφασιστικά; Μπήκαμε ποτέ ουσιαστικά στη λογική να γίνουμε κομμάτι της οικογένειας ή λειτουργήσαμε με τη λογική ότι είμαστε μια ιδιαίτερη περίπτωση;
Όταν η Ένωση άνοιξε την αγκαλιά της για εμάς με την αυγή της δεκαετίας του 80, η συγκίνηση και η αίσθηση ότι τώρα αποπληρώνεται μια παλιά οφειλή ήταν έκδηλη όχι μόνο στο μυαλό των Ελλήνων αλλά και στην καρδιά των περισσότερων Ευρωπαίων. Η φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή εκείνη την ιστορική ημέρα της υπογραφής στο Ζάππειο “Έχουμε εμπιστοσύνη στην Ευρώπη και την Ελλάδα”, συνόψιζε ακριβώς το ξεκίνημα μιας σχέσης τόσο ισότιμης όσο και ενθουσιώδους. Πώς φτάσαμε λοιπόν στο σήμερα, στην εποχή των μνημονίων και στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει βγει ζημιωμένη από τη σχέση αυτή, όπως δηλώνει ένα μεγάλο μέρος των συμπολιτών μας τελευταία σε σχετικές έρευνες; Γιατί δεν οικοδομήσαμε ένα αληθινά σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος και μια ανταγωνιστική οικονομία; Και ποιος φταίει γι’αυτό;
Τώρα πια, στο σταυροδρόμι των εποχών, σε μια στιγμή εξαιρετικά κρίσιμη, καλούμαστε όχι μόνο να ψηφίσουμε μέτρα. Καλούμαστενα εγκαταλείψουμε την αυταπάτη. Αντί να επιστρέφουμε στη βολική φαντασίωση ενός άλλου δρόμου, ας αντιληφτούμε μια για πάντα ότι το μέλλον μας είναι εδώ μέσα σε αυτή την Ένωση, με τις ατέλειές της, αλλά και με τα αναντίρρητα οφέλη της, και ας γίνουμε κι εμείς, κομμάτι της συζήτησης για το πώς την οραματιζόμαστε τα επόμενα χρόνια. Ναι, η Ευρώπη μας χρειάζεται. Δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό. Η Ευρώπη αξίζει στην Ελλάδα αλλά ας οικοδομήσουμε κι εμείς επιτέλους μια χώρα που να αξίζει στην Ευρώπη – μια χώρα αντάξια του λαού της.
Περισσότερα εδώ.