Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγείρει ανησυχίες σχετικά με την περιορισμένη πρόσβαση των επιχειρήσεων της ΕΕ στους δημόσιους διαγωνισμούς του εξωτερικού, προτείνοντας μέτρα για την αντιμετώπιση της «ανισορροπίας» αυτής.
Το θέμα των «επιθετικών» εξαγορών από ξένες κρατικές εταιρείες τέθηκε από τη Γερμανία τον περασμένο Οκτώβριο, όταν η κινεζική εταιρεία κατασκευής οικιακών συσκευών Midea εξαγόρασε τη γερμανική εταιρεία κατασκευής ρομπότ Kuka και ο κατασκευαστής chip Sanan απέκτησε την Optoelectronics.
Ως αντίδραση, το γερμανικό υπουργείο οικονομικών πρότεινε τη μείωση των κατώτατων ορίων για τον έλεγχο των συγχωνεύσεων σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να εποπτεύει την εξαγορά των επιχειρήσεων της ΕΕ που κατέχουν βασικές τεχνολογίες και υποδομές.
Εν μέσω αυξανόμενης πίεσης για τη διασφάλιση του ψηφιακού μέλλοντος της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, το Βερολίνο, το Παρίσι και η Ρώμη έστειλαν μια επιστολή στην Επίτροπο εμπορίου της ΕΕ Σεσίλια Μάλστρομ, το Φεβρουάριο, ζητώντας «περισσότερες δυνατότητες για τη διερεύνηση των επιμέρους εξαγορών και ενδεχομένως, την αποτροπή τους».
Οι πιο ισχυρές οικονομίες της ΕΕ υποστήριξαν ότι η η ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσει την ικανότητά της να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον πιο αποτελεσματικά με βάση οικονομικά κριτήρια σε περίπτωση εξαγορών από ξένους επενδυτές, ειδικά εκείνων που αφορούν τους τομείς υψηλής τεχνολογίας και στρατηγικών υποδομών.
Η συζήτηση αναθερμάνθηκε πρόσφατα στην Ολλανδία, όταν η εταιρία Akzo Nobel απέρριψε μια δεύτερη προσφορά εξαγοράς από την αμερικανική αντίπαλό της PPG Industries αξίας 22,4 δισεκατομμύρια €.
Ως μέρος ενός κύματος συγχωνεύσεων στον τομέα της χημικής βιομηχανίας, την τελευταία εβδομάδα η Επιτροπή (27 Μαρτίου) ενέκρινε τη συγχώνευση ύψους 130 δισ $ μεταξύ της Dow Chemical και της DuPont, δύο από τις παλαιότερες εταιρίες χημικών προϊόντων στις ΗΠΑ.
Περισσότερα εδώ.