Η νέα ώθηση στον τομέα των υπηρεσιών θα ωφελήσει τους καταναλωτές, τα άτομα που αναζητούν εργασία και τις επιχειρήσεις, ενώ θα δημιουργήσει και οικονομική ανάπτυξη σε όλη την Ευρώπη.
Στο πλαίσιο του χάρτη πορείας που καθορίστηκε στο πλαίσιο της Στρατηγικής για την ενιαία αγορά, οι σημερινές προτάσεις υλοποιούν την πολιτική δέσμευση του Προέδρου Γιούνκερ να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι δυνατότητες της ενιαίας αγοράς ώστε να καταστεί το εφαλτήριο που θα εκτινάξει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στις πρώτες θέσεις ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Ο στόχος αυτός επιβεβαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα συμπεράσματα των συνόδων του Δεκεμβρίου 2015, και του Ιουνίου και Δεκεμβρίου 2016. Τα προτεινόμενα μέτρα έχουν ως στόχο να διευκολύνουν τους παρόχους υπηρεσιών στην αντιμετώπιση διοικητικών διατυπώσεων και να βοηθήσουν τα κράτη μέλη να εντοπίσουν υπερβολικά επαχθείς ή ξεπερασμένες απαιτήσεις για τους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται εγχώρια ή διασυνοριακά. Αντί να τροποποιήσει τους υφιστάμενους κανόνες της ΕΕ στον τομέα των υπηρεσιών, η Επιτροπή εστιάζει στην καλύτερη εφαρμογή τους, αφού τα στοιχεία δείχνουν ότι η πλήρης εφαρμογή των κανόνων θα ενισχύσει σημαντικά την οικονομία της ΕΕ.
Ο Aντιπρόεδρος κ. Γιούρκι Κάταϊνεν, αρμόδιος για την απασχόληση, την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την ανταγωνιστικότητα, δήλωσε: «Τα εμπόδια στις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών αποτελούν, επίσης, εμπόδια στην ανταγωνιστικότητα. Η καλύτερη αξιοποίηση της ενιαίας αγοράς για τις υπηρεσίες θα βοηθήσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να αναπτυχθούν διασυνοριακά, παρέχοντας μεγαλύτερη επιλογή υπηρεσιών σε καλύτερες τιμές, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα για τους καταναλωτές και τους εργαζομένους. Σήμερα προτείνουμε την απλούστευση των διαδικασιών για τους διασυνοριακούς παρόχους υπηρεσιών, καθώς και ένα νέο και πιο σύγχρονο τρόπο συνεργασίας των κρατών μελών για τη ρύθμιση των τομέων των υπηρεσιών τους.»
Η κ. Ελζμπιέτα Μπιενκόφσκα, Eπίτροπος αρμόδια για την εσωτερική αγορά, τη βιομηχανία, την επιχειρηματικότητα και τις ΜΜΕ, δήλωσε: «Οι υπηρεσίες συνιστούν τα δύο τρίτα της οικονομίας της ΕΕ και αντιστοιχούν περίπου στο 90% του συνόλου της δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης. Η ενιαία αγορά όμως – αυτό το κόσμημα που πολύ συχνά θεωρούμε δεδομένο – δεν λειτουργεί σωστά για τις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να χάνεται σημαντικό δυναμικό απασχόλησης και ανάπτυξης Σήμερα δίνουμε νέα ώθηση στον τομέα των υπηρεσιών ώστε να καταστεί η Ευρώπη παγκόσμιος κόμβος παροχής, αγοράς και ανάπτυξης νέων υπηρεσιών.»
Οι τέσσερις συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που ενέκρινε σήμερα η Επιτροπή είναι οι εξής:
- Νέα ευρωπαϊκή ηλεκτρονική κάρτα υπηρεσιών: Η καθιέρωση μιας απλουστευμένης ηλεκτρονικής διαδικασίας θα διευκολύνει τους παρόχους επιχειρηματικών υπηρεσιών (π.χ. τεχνικές εταιρείες, συμβούλους ΤΕ, διοργανωτές εμπορικών εκθέσεων) και κατασκευαστικών υπηρεσιών να συμπληρώνουν τις διοικητικές διατυπώσεις που απαιτούνται για την παροχή υπηρεσιών στο εξωτερικό. Οι πάροχοι υπηρεσιών θα έρχονται σε επαφή με έναν και μόνο αρμόδιο φορέα στη χώρα τους και στη γλώσσα τους Ο αρμόδιος φορέας της χώρας τους θα επαληθεύει τα απαραίτητα στοιχεία και θα τα διαβιβάζει στο κράτος μέλος υποδοχής. Το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί την εξουσία που διαθέτει σήμερα για την επιβολή εγχώριων κανονιστικών απαιτήσεων και για τη λήψη απόφασης ως προς το κατά πόσον ο αιτών μπορεί να παρέχει υπηρεσίες στην επικράτειά του. Η ηλεκτρονική κάρτα δεν θα θίγει τις υφιστάμενες υποχρεώσεις των εργοδοτών ή τα δικαιώματα των εργαζομένων.
- Αξιολόγηση της αναλογικότητας των εθνικών κανόνων περί επαγγελματικών υπηρεσιών: Περίπου 50 εκατομμύρια άτομα – το 22% του εργατικού δυναμικού της ΕΕ – απασχολείται σε επαγγέλματα στα οποία η πρόσβαση προϋποθέτει την απόκτηση συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων ή για τα οποία προστατεύεται η χρήση ενός συγκεκριμένου τίτλου, π.χ. φαρμακοποιοί ή αρχιτέκτονες. Κανονιστική ρύθμιση υπάρχει συνήθως για ορισμένα επαγγέλματα, για παράδειγμα, αυτά που συνδέονται με την υγεία και την ασφάλεια. Υπάρχουν όμως πολλές περιπτώσεις όπου αναίτια επαχθείς κανόνες μπορούν να καταστήσουν υπερβολικά δύσκολη την πρόσβαση σε αυτές τις θέσεις εργασίας για τους κατάλληλους υποψηφίους. Αυτό είναι εις βάρος και των καταναλωτών. Η ΕΕ δεν ρυθμίζει ούτε απορυθμίζει επαγγέλματα – αυτό εξακολουθεί να αποτελεί εθνικό προνόμιο. Στο πλαίσιο όμως της νομοθεσίας της ΕΕ, τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίζουν κατά πόσο είναι απαραίτητες και ισορροπημένες νέες εθνικές επαγγελματικές απαιτήσεις. Για να εξασφαλιστεί μια συνεκτική και συνεπής προσέγγιση, η Επιτροπή προτείνει τον εξορθολογισμό και τη διασαφήνιση του τρόπου με τον οποίο τα κράτη μέλη θα πραγματοποιούν εκτενή και διαφανή δοκιμή αναλογικότητας πριν από την έκδοση ή τροποποίηση των εθνικών κανόνων για τις επαγγελματικές υπηρεσίες.
- Οδηγίες για εθνικές μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τη ρύθμιση επαγγελμάτων: Η διαδικασία αμοιβαίας αξιολόγησης που ακολούθησαν τα κράτη μέλη στο διάστημα 2014-2016, έδειξε ότι τα κράτη μέλη που άνοιξαν τις αγορές των υπηρεσιών (π.χ. η Ισπανία, η Ιταλία, η Πολωνία και η Πορτογαλία) διαθέτουν σήμερα μεγαλύτερη επιλογή υπηρεσιών σε καλύτερες τιμές, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα για τους καταναλωτές και τους εργαζομένους. Σήμερα η Επιτροπή παρέχει καθοδήγηση για εθνικές μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τη ρύθμιση επαγγελματικών υπηρεσιών που παρουσιάζουν υψηλό δυναμικό ανάπτυξης και απασχόλησης: αρχιτέκτονες, μηχανικούς, δικηγόρους, λογιστές, πράκτορες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, κτηματομεσίτες και ξεναγούς. Τα κράτη μέλη καλούνται να αξιολογήσουν κατά πόσον οι επαγγελματικές απαιτήσεις ανταποκρίνονται στη δεδηλωμένη εθνική δημόσια πολιτική και στους στόχους ασφάλειας. Η εν λόγω καθοδήγηση συμπληρώνει τις αξιολογήσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, εξετάζοντας συγκεκριμένα τις απαιτήσεις που διέπουν τα επαγγέλματα αυτά.
- Βελτίωση της κοινοποίησης σχεδίων εθνικών νόμων για τις υπηρεσίες: Η νομοθεσία της ΕΕ απαιτεί ήδη από τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή, σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, τα σχέδια εθνικών κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες, παρέχοντας στο εκτελεστικό σώμα της ΕΕ και στα άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα να προβάλλουν ενδεχόμενες ενστάσεις σχετικά με πιθανές ανακολουθίες με τη νομοθεσία της ΕΕ. Σήμερα η Επιτροπή προτείνει βελτιώσεις αυτού του μηχανισμού, ώστε η διαδικασία να καταστεί ταχύτερη, αποτελεσματικότερη και διαφανέστερη.
Περισσότερα εδώ.