H προκαταρκτική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την τομεακή έρευνα για το ηλεκτρονικό εμπόριο επιβεβαιώνει την ταχεία ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου στην ΕΕ και προσδιορίζει τις εμπορικές πρακτικές που ενδέχεται να περιορίζουν τον ανταγωνισμό και τις επιλογές των καταναλωτών.
Η Επίτροπος Aνταγωνισμού, κα Μαργκρέτε Βεστάγκερ, δήλωσε τα εξής: «Το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει καταστεί σημαντικό για τους καταναλωτές και έχει σημαντικό αντίκτυπο στις δραστηριότητες και τις στρατηγικές των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν την ελευθερία να καθορίζουν τις στρατηγικές των πωλήσεων τους στο διαδίκτυο. Ταυτόχρονα, οι αρχές ανταγωνισμού πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν κάνουν χρήση εμπορικών πρακτικών που αντιβαίνουν στον ανταγωνισμό. Αυτές οι πρακτικές μπορούν να εμποδίζουν τους Ευρωπαίους καταναλωτές να αποκομίσουν τα πλήρη οφέλη του ηλεκτρονικού εμπορίου όσον αφορά τις μεγαλύτερες δυνατότητες επιλογών και τις χαμηλότερες τιμές.»
Η Επιτροπή δρομολόγησε την τομεακή έρευνα για το ηλεκτρονικό εμπόριο τον Μάιο του 2015 στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την ψηφιακή ενιαία αγορά. Μια από τις κύριες πτυχές της στρατηγικής για την ψηφιακή ενιαία αγορά αφορά τη διασφάλιση καλύτερης πρόσβασης για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις σε αγαθά και υπηρεσίες. Η τομεακή έρευνα συμπληρώνει τις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής για το θέμα αυτό. Στόχος της τομεακής έρευνας είναι να επιτρέψει στην Επιτροπή να εντοπίσει πιθανά προβλήματα ανταγωνισμού στις ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρονικού εμπορίου. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή συγκέντρωσε στοιχεία από σχεδόν 1.800 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο ηλεκτρονικό εμπόριο καταναλωτικών αγαθών και ψηφιακού περιεχομένου και εξέτασε αναλυτικά περίπου 8.000 συμβάσεις διανομής. Στην προκαταρκτική έκθεση που δημοσιεύεται σήμερα παρουσιάζονται οι αρχικές διαπιστώσεις της Επιτροπής όσον αφορά τα ζητήματα αυτά.
Η έκθεση εντοπίζει εμπορικές πρακτικές που ενδέχεται να δημιουργήσουν προβλήματα ανταγωνισμού. Η Επιτροπή μπορεί να κινήσει έρευνες για συγκεκριμένες υποθέσεις ώστε να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τους κανόνες της ΕΕ για τις περιοριστικές εμπορικές πρακτικές και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά.
Περισσότερα εδώ.