Τι θα συμβεί μετά την ψήφο του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος. Θα πρέπει να δρομολογηθούν οι διαδικασίες που προβλέπει το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι όροι της «Νέας διευθέτησης για το Ηνωμένο Βασίλειο» που επιτεύχθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 18-19 Φεβρουαρίου 2016, έπαψαν να ισχύουν.
Κατά τις διαπραγματεύσεις βάσει του άρθρου 50, οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ενωσιακό δίκαιο συνεχίζουν να ισχύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός διετίας από την ημερομηνία που το Ηνωμένο Βασίλειο θα ενεργοποιήσει το άρθρο 50, η χώρα αποχωρεί από την ΕΕ χωρίς να έχει επιτευχθεί νέα συμφωνία.
Τι ρόλο θα παίξει η Επιτροπή στη διαδικασία του άρθρου 50;
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παίξει το ρόλο που προβλέπει η Συνθήκη.
Μετά την κοινοποίηση από το Ηνωμένο Βασίλειο της πρόθεσής του να αποχωρήσει, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, συνερχόμενο χωρίς τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου, θα πρέπει να συμφωνήσει ομόφωνα για τις κατευθυντήριες γραμμές της διαπραγμάτευσης. Οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία θα πραγματοποιηθούν με βάση τους κανόνες για τις διεθνείς συμφωνίες του άρθρου 218 παράγραφος 3 της Συνθήκης. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή θα υποβάλλει συστάσεις στο Συμβούλιο (χωρίς το Ηνωμένο Βασίλειο), το οποίο στη συνέχεια θα πρέπει να εκδώσει απόφαση εγκρίνοντας την έναρξη των διαπραγματεύσεων και ονομάζοντας τον διαπραγματευτή της Ένωσης ή τον επικεφαλής της ομάδας διαπραγμάτευσης της Ένωσης.
Η συμφωνία που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις θα πρέπει να εγκριθεί με ειδική πλειοψηφία 72% των υπόλοιπων κρατών μελών τα οποία θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν το 65% του πληθυσμού. Η τελική συμφωνία θα πρέπει επίσης να εγκριθεί με απλή πλειοψηφία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τι θα συμβεί τώρα;
Το Σώμα των Επιτρόπων θα συνεδριάσει στις 27 Ιουνίου για να αξιολογήσει την κατάσταση και να προετοιμάσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 28ης-29ης Ιουνίου.
Η Επιτροπή είναι έτοιμη να εκπληρώσει την αποστολή της στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του άρθρου 50.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσει από την Ένωση, σύμφωνα με τους εσωτερικούς συνταγματικούς του κανόνες.
2. Το κράτος μέλος που αποφασίζει να αποχωρήσει γνωστοποιεί την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Υπό το πρίσμα των προσανατολισμών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η Ένωση προβαίνει σε διαπραγματεύσεις και συνάπτει με το εν λόγω κράτος συμφωνία που καθορίζει τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την αποχώρησή του, λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο των μελλοντικών του σχέσεων με την Ένωση. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμφωνία συνάπτεται εξ ονόματος της Ένωσης από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
3. Οι Συνθήκες παύουν να ισχύουν στο εν λόγω κράτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας αποχώρησης ή, ελλείψει τέτοιας συμφωνίας, δύο έτη μετά τη γνωστοποίηση που μνημονεύεται στην παράγραφο 2, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος, αποφασίσει ομόφωνα την παράταση της προθεσμίας αυτής.
4. Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύει το αποχωρούν κράτος μέλος δεν συμμετέχει ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν. Η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 238, παράγραφος 3, στοιχείο β), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
5. Εάν το κράτος που αποχώρησε από την Ένωση ζητήσει την εκ νέου προσχώρησή του, η αίτηση αυτή υπόκειται στη διαδικασία του άρθρου 49.
Διαθέσιμο εδώ.